- ξέβγαρμα
- τοβλ. ξέβγαλμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξέβγαλμα — και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το 1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση τού διαλυμένου σαπουνιού ή τού απορρυπαντικού, ξέπλυμα 2. κατευόδωση, προπομπή 3. αποπλάνηση, διαφθορά 4. αφαίρεση τής ζωής κάποιου με βίαιο και… … Dictionary of Greek